εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.