αυλητικός

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

αὐλητικός, -ή, -όν (Α) αυλητής
1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό
2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική
η τέχνη του αυλητή.