αυλοκόλακας

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

ο 1. αυτός που κολακεύει τον βασιλιά ή τη βασιλική αυλή
2. κόλακας ισχυρού προσώπου.