αυλοκόλακας

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

ο 1. αυτός που κολακεύει τον βασιλιά ή τη βασιλική αυλή
2. κόλακας ισχυρού προσώπου.