αυτοδύναμος

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει δική του δύναμη, που είναι ισχυρός καθ' εαυτόν
νεοελλ.
φρ. «αυτοδύναμη κυβέρνηση» — κυβέρνηση που διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν ζητά στήριξη από άλλες παρατάξεις.