αὐτοδύναμος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 397] (δύναμαι), selbst kräftig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδύναμος: -ον, αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ἰσχυρός, Γρηγ. Ναζ. τ. 1. σ. 711D: ὠσαύτως αὐτοδύναμος, ον, Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. 2. 4, 13.
Spanish (DGE)
-ον
que posee poder absoluto del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.36.441B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει δική του δύναμη, που είναι ισχυρός καθ' εαυτόν
νεοελλ.
φρ. «αυτοδύναμη κυβέρνηση» — κυβέρνηση που διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν ζητά στήριξη από άλλες παρατάξεις.