αυτοσχεδόν

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

αυτοσχεδόν επίρρ. (Α)
1. «εκ του συστάδην», από κοντά
2. αμέσως, ευθύς αμέσως.