συστάδην
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
Adv. = συσταδόν (standing close together, close, hand to hand), Plb. 3.73.8, 13.3.7, Str. 10.1.13, Hdn. 4.15.2.
German (Pape)
[Seite 1043] adv., = Folgdm; μάχεσθαι, Pol. 3, 73, 8; καὶ ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι, 13, 3, 7; ἡ σ. μάχη, D. Sic. 11, 7.
Russian (Dvoretsky)
συστάδην: (ᾰ) adv. Polyb. = συσταδόν.
Greek (Liddell-Scott)
συστάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 3. 73, 8., 13. 3, 7· - παρὰ Πολυδ. ϛʹ. 175, ὁ Bekker συμβάδην.
Greek Monolingual
ΝΑ επίρρ.
νεοελλ.
φρ. «εκ του συστάδην» — από κοντά
αρχ.
συσταδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- του συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα-θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην, σταδην)].
Mantoulidis Etymological
(=ἀπό κοντά). Ἀπό τό σύν + στάδην τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.