αυτοφαής

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Greek Monolingual

και αυτοφανής αὐτοφαής, -ές και αὐτοφανής, -ές (Α)
αφ' εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο- + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].