καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
και αυτοφανής αὐτοφαής, -ές και αὐτοφανής, -ές (Α)
αφ' εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο- + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].