αἰχμαλώτισις
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμαλώτισις: -εως, ἡ, = αἰχμαλωσία, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρτάνη: οὕτω καὶ αἰχμαλωτισμός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 186.
Spanish (DGE)
ἡ captura, aprisionamiento Tz.H.1.96.
German (Pape)
ἡ, Sp., Gefangennahme.