βαρέα

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η
βλ. βαριά (II).

Russian (Dvoretsky)

βᾰρέα: эп. = βαρύ I.