βαρυπεψία

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek (Liddell-Scott)

βαρυπεψία: ἡ, δυσπεψία, δυσκολία περὶ τὴν πέψιν, Ἑρμῆς Τρισμέγ. Ἰατρομαθ. 50.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
digestión pesada, indigestión ἔσται ἡ καταρχὴ τῆς νόσου ἀπὸ ἐμέτων καὶ χολέρας ἢ βαρυπεψίας Corp.Herm.ad Amm.395.22.