γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλοςκαθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά τουαρχ.-μσν.καταλύω, αθετώ («βεβηλοῦντα τὸ Σάββατον»).