βιβλιοθήρας

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που ψάχνει να ανακαλύψει, δυσεύρετα κυρίως, βιβλία.