βιόμεσθα

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Russian (Dvoretsky)

βιόμεσθα: HH (v. l. - βεόμεσθα к βέομαι) 1 л. pl. praes. к *βίομαι = βιόω.