βοαδρόμος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Russian (Dvoretsky)

βοᾱδρόμος: дор. = βοηδρόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοᾱδρόμος Dor. voor βοηδρόμος.