βοαδρόμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Russian (Dvoretsky)

βοᾱδρόμος: дор. = βοηδρόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοᾱδρόμος Dor. voor βοηδρόμος.