βοεία

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, Hom. auch βοέη, eigentl. fem. von βόειος, βόεος, scil. δορά, Rindshaut, meist die abgezogene; Odyss. 20, 142 ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ, 20, 2 ἀδέψητον βοέην, 20, 96. 22, 364 Iliad. 22, 159 βοείην, Iliad. 11, 843. 12, 296 βοείας, 17, 389 ταυροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην; 18, 582 σμερδαλέω δὲ λέοντε δυ' ἐν πρωτῃσι βόεσσιν ταῦρον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκως ἕλκετο· – τὼ μὲν ἀναρρήξαντε βοὸς μεγάλοιο βοείην ἔγκατα καὶ μέλαν αἷμα λαφύσσετον. Die Schilde waren aus Rindsleder gemacht; daher Iliad. 17, 492 βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι, Schilde. – Riemen aus Rindsleder, H. h. Ap. 487.