βολεύς

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, der Werfer, Tzetz. Anteh. 393.

Greek (Liddell-Scott)

βολεύς: έως, ὁ, σφενδονήτης, Τζέτζ. π. Ὁμ. 393.