βουστάσιο

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

και βουστάσι, το (AM βουστάσιον)
στάβλος αγελάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -στάσιον < ίστημι].