βουστάσιο

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

και βουστάσι, το (AM βουστάσιον)
στάβλος αγελάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -στάσιον < ίστημι].