βρομοδουλειά

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

η
1. ανήθικη πράξη
2. ύποπτη υπόθεση με σκοτεινούς σκοπούς και ανήθικα μέσα.