βυζάστρα

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

βυζάστρα, και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια)
αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω].