βυζάχτρα

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

βυζάστρα, και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια)
αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω].