γαλιάντρα

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

η
1. το πτηνό Κορυδαλλός ο κάλανδρος, η καλάνδρα
2. (για αοιδό) καλλίφωνος
3. ειρων. φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλανδρος «είδος κορυδαλλού» ή < ιταλ. calandra < αρχ. κάλανδρος].