γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
η1. το πτηνό Κορυδαλλός ο κάλανδρος, η καλάνδρα2. (για αοιδό) καλλίφωνος3. ειρων. φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλανδρος «είδος κορυδαλλού» ή < ιταλ. calandra < αρχ. κάλανδρος].