καλάνδρα
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
German (Pape)
[Seite 1307] ἡ, eine Lerchenart, Sp.
Greek Monolingual
η ζωολ.
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κουρκουλιονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάλανδρος].