γαϊδουροπόδαρο

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

και γαϊδουρόποδο, το
1. το πόδι του γαΐδουριού
2. θαλάσσιο οστρακόδερμο που μοιάζει με οπλή γαϊδάρου.