γαϊδουροπόδαρο

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

και γαϊδουρόποδο, το
1. το πόδι του γαΐδουριού
2. θαλάσσιο οστρακόδερμο που μοιάζει με οπλή γαϊδάρου.