γαύλος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

γαῡλος, ο (Α)
εμπορικό φοινικικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του γαυλός με αναβιβασμό του τόνου].