γενικεύω

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

1. μετατρέπω κάτι από μερικό σε γενικό
2. επεκτείνω
3. καθιστώ κάτι κοινό σε πολλούς, το διαδίδω
4. παθ. μπορώ να γενικευθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στα Πρακτικά Γερουσίας Ιονίου Κράτους].