επεκτείνω
From LSJ
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
Greek Monolingual
(AM ἐπεκτείνω) εκτείνω
αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια του κράτους»)
αρχ.
1. τεντώνω
2. αναπτύσσω
3. εξαπλώνομαι
4. διευρύνω
5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε μακρόχρονο
6. επαυξάνω μια λέξη με προσθήκη συλλαβής ή φωνήεντος
7. μέσ. επεκτείνομαι
εκτείνομαι πέρα από τα όρια («τὰ πολλὰ καὶ ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας», Θεόφρ.).