επεκτείνω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
(AM ἐπεκτείνω) εκτείνω
αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια του κράτους»)
αρχ.
1. τεντώνω
2. αναπτύσσω
3. εξαπλώνομαι
4. διευρύνω
5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε μακρόχρονο
6. επαυξάνω μια λέξη με προσθήκη συλλαβής ή φωνήεντος
7. μέσ. επεκτείνομαι
εκτείνομαι πέρα από τα όρια («τὰ πολλὰ καὶ ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας», Θεόφρ.).