γιδήσιος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και γίδινος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από γίδα.