γιδήσιος

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και γίδινος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από γίδα.