γλωσσάκι

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

το·1. μικρή γλώσσα
2. πληθ. τα γλωσσάκια
στολίδια κεντημάτων κ.λπ. σε σχήμα γλώσσας.