γλωσσάκι

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

το·1. μικρή γλώσσα
2. πληθ. τα γλωσσάκια
στολίδια κεντημάτων κ.λπ. σε σχήμα γλώσσας.