γομφώδης

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Spanish (DGE)

-ες
1 de forma cónica (ὁ πνεύμων) Clem.Recogn.8.30.1.
2 ensamblado ξύλα (aunque quizá podría interpr. como 1 en el sent. de maderos puntiagudos) Hsch.s.u. ἀλάλητα.

Greek Monolingual

γομφώδης, -ες (AM)
μσν.
αυτός που μοιάζει με γόμφο, με καρφί
αρχ.
στερεωμένος με γόμφους, αρθρωτός.