αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(-έω) (AM γονυπετῶ, -έω) γονυπετής1. πέφτω στα γόνατα, γονατίζω2. ικετεύω γονατιστός.