γονατιστός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό γονατίζω
1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής
2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστή
η εορτή της Πεντηκοστής.