ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-ή, -ό γονατίζω1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστήη εορτή της Πεντηκοστής.