γοργοθάνατος

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πέθανε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + θάνατος. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Ξένο].