γυμνόστερνος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
-η, -ο
ο γυμνόστηθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + στέρνο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Μιχαήλ Μητσάκη].