γυπάετος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
γυπάετος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ὑπάετος.
ο (Α γυπάετος)
ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με εμφάνιση αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.