ὑπάετος
From LSJ
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, a kind of eagle or vulture, Arist.HA618b34; cf. ὑψιαίετος.
German (Pape)
[Seite 1180] ὁ, v.l. für ὑπαίετος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάετος: ὁ зоол. предполож. гриф-ягнятник бородатый (Gypaetus barbatus) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάετος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς γῦπα, Lämmergeier, Gypaetus barbatus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3· ἡ ἀρχαία γραφὴ γυπαίετος φαίνεται μὴ στηριζομένη ἐπὶ μαρτυρίας τινός, ἴδε ὀρειπέλαργος.
Greek Monolingual
ο / ὑπάετος, ΝΑ, και υπαετός Ν
το πτηνό γυπάετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀετός.