γυπάετος

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek (Liddell-Scott)

γυπάετος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ὑπάετος.

Greek Monolingual

ο (Α γυπάετος)
ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με εμφάνιση αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.