γωνιακῶς

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek (Liddell-Scott)

γωνιακῶς: ἐν σχήματι γωνίας, Πρόκλ. Τιμ. 206.