γύρω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

και γύρο και γύρα επίρρ. γύρος
1. κυκλικά, ολόγυρα
2. (χρονικά) περίπου
3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» — υποστηρίζομαι
β) «τα φέρνω γύρω» — τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην
γ) «φέρνω γύρω» — περιφέρομαι.