καταφέρνω
Greek Monolingual
1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα»)
2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τον κατάφερε να του γράψει την περιουσία»
3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο στο πάλεμα»)
4. χτυπώ, πετώ, επιφέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου («δεν πρόλαβε να μιλήσει και ο άλλος του καταφέρνει μια καρεκλιά στο κεφάλι»)
5. φρ. α) «καταφέρνει ένα ολάκερο αρνί στην καθισιά του» — είναι ικανός να καταβροχθίσει ένα ολόκληρο αρνί
β) «καλά μού τήν κατάφερε»
i) μέ ξεγέλασε
ii) μέ ζημίωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. καταφέρνω σήμαινε αρχικά «χτυπώ, ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου» και, κατ' επέκτ., «κατανικώ» (σε αγώνα, πάλη κ.λπ.), απ' όπου κατέληξε να χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως με σημ. «επιτυγχάνω, κατορθώνω»].