δάφνι

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

το
η δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη
για τον αναβιβασμό του τόνου πρβλ. κρόσσι-κροσσί(ον)-κροσσός].