δάφνι

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Greek Monolingual

το
η δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη
για τον αναβιβασμό του τόνου πρβλ. κρόσσι-κροσσί(ον)-κροσσός].