δίπατος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες
2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος.